Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στον τομέα της έγκαιρης διάγνωσης της νόσου Πάρκινσον, χάρη σε μια νέα εξέταση αίματος που ανέπτυξαν ερευνητές από το University College London και το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο του Γκέτινγκεν.
Η εξέταση, η οποία βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη, μπορεί να ανιχνεύσει τη νόσο έως και επτά χρόνια πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, ανοίγοντας τον δρόμο για πιθανές θεραπείες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν ή και να σταματήσουν την εξέλιξή της.
Η νόσος Πάρκινσον, η δεύτερη πιο συχνή νευροεκφυλιστική διαταραχή μετά τη νόσο Αλτσχάιμερ, επηρεάζει περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Χαρακτηρίζεται από κινητικά συμπτώματα όπως τρόμος, βραδυκινησία και δυσκαμψία, καθώς και από μη κινητικά συμπτώματα όπως διαταραχές ύπνου, γαστρεντερικά προβλήματα και γνωστικές δυσλειτουργίες. Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αντιμετώπιση της νόσου, καθώς επιτρέπει την έγκαιρη έναρξη θεραπείας που μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η νέα εξέταση αίματος αξιολογεί τα επίπεδα 23 πρωτεϊνών στο αίμα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 8 από αυτές τις πρωτεΐνες παρουσίαζαν σταθερές απορυθμίσεις στα άτομα με νόσο Πάρκινσον. Χρησιμοποιώντας αυτές τις 8 πρωτεΐνες ως βιοδείκτες, το μοντέλο μηχανικής μάθησης κατάφερε να ταυτοποιήσει με ακρίβεια 100% τα άτομα με Πάρκινσον.
Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι η εξέταση μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια 79% ποια άτομα με διαταραχή συμπεριφοράς ύπνου REM (RBD) – μια πάθηση που σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νόσου Πάρκινσον – θα αναπτύξουν τελικά τη νόσο. Η πρόγνωση αυτή μπορεί να γίνει έως και 7 χρόνια πριν από την εμφάνιση των κινητικών συμπτωμάτων.
Παρόλο που τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, οι ερευνητές τονίζουν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού για την επικύρωση της εξέτασης. Εάν επιβεβαιωθούν τα ευρήματα, η νέα εξέταση αίματος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο για την έγκαιρη διάγνωση και πρόγνωση της νόσου Πάρκινσον, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν ή και να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου.